οκταπλάσιος — οκταπλάσιος, α, ο και οχταπλάσιος, α, ο αυτός που είναι οχτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀκταπλάσιος — eightfold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταπλασίων — ὀκταπλάσιος eightfold fem gen pl ὀκταπλάσιος eightfold masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταπλάσιον — ὀκταπλάσιος eightfold masc acc sg ὀκταπλάσιος eightfold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταπλασίοις — ὀκταπλάσιος eightfold masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταπλασίου — ὀκταπλάσιος eightfold masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταπλασίῳ — ὀκταπλάσιος eightfold masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταπλάσια — ὀκταπλάσιος eightfold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταπλάσιοι — ὀκταπλάσιος eightfold masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταπλασία — ὀκταπλασίᾱ , ὀκταπλάσιος eightfold fem nom/voc/acc dual ὀκταπλασίᾱ , ὀκταπλάσιος eightfold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)